- φαρικοῦ
- φαρικόνpoisonneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHARICUM Venenum — apud Interpretem Nicandri Ι῾ςτορε̑ι δε Πραξαγόρας κληθῆναι αὐτὸ ἀπὸ Φαρικοῦ τινὸς Κρητὸς τοῦ ἐξευρόντος αὐτὸ, Narrat autem Praxagoras, vocari illud a Pharico quodam Cretensi, inventore suo: Phariatum dicitur Athenaeo l. 3. cum Medico seu Medeae… … Hofmann J. Lexicon universale
Φρενέλ, Oγκιστέν-Ζαν — (Fresnel, 1788 – 1827). Γάλλος φυσικός και εφευρέτης. Οι επιστημονικές του έρευνες στράφηκαν, κυρίως, γύρω από την πόλωση του φωτός, τη διάθλαση, την απλή ανάκλαση και την κυματοειδή του διάδοση. Ως ερευνητής και επιστήμονας είχε μεγάλη φήμη, γι’ … Dictionary of Greek